πυκνοφθαλμος

πυκνοφθαλμος
    πυκνόφθαλμος
    πυκν-όφθαλμος
    2
    усаженный частыми глазами, т.е. многоокий
    

(αἱ Ἄργου κόραι Men.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πυκνοφθαλμος" в других словарях:

  • πυκνόφθαλμος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά μάτια («Ἄργον τὰς πυκνοφθάλμους κόρας», Ευρ.) 2. (για φυτά) αυτός που έχει πολλά μπουμπούκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνός + ὀφθαλμός (πρβλ. μον όφθαλμος)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνοφθαλμότεραι — πυκνόφθαλμος with thick set eyes fem nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνοφθάλμους — πυκνόφθαλμος with thick set eyes masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυκνόφθαλμα — πυκνόφθαλμος with thick set eyes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

  • πυκνός — ή, ό / πυκνός, ή, όν, ΝΜΑ, ποιητ. τ. πυκινός, ή, όν, αιολ. τ. πύκνος, ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολλή ύλη σε μικρό χώρο, δηλ. αυτός τού οποίου τα συστατικά βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους, συμπαγής, σφιχτός, κρουστός (α. «πυκνή ύφανση» β.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»